Του Δρ. Δημήτριου Μελά, Οικονομολόγου, PhD, MBA Παν. Μακεδονίας   

Αν και για το θέμα έχει χυθεί πολύ μελάνι, θα προσπαθήσουμε να πραγματοποιήσουμε μία ακόμα προσέγγιση, παραθέτοντας το σχετικό νομικό πλαίσιο, επειδή ενδιαφέρει ένα μεγάλο μέρος εργαζομένων, δεδομένου ότι στην πλειοψηφία τους δεν έχουν αντοχές σε επί πλέον φορολογική επιβάρυνση. Άλλωστε υπάρχουν μεταβολές για το 2014 που πρέπει να επισημανθούν.


    
    Με την ΠΟΛ. 1085/20.3.2014 δόθηκαν διευκρινίσεις σχετικά με διατάξεις άρθρων του Ν.4110/2013. Για τα εισοδήματα της χρήσης 2013, στην παρ. 11 του άρθρου 1 ορίζεται ότι «Θεωρείται εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και το εισόδημα από την άσκηση ατομικής εμπορικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ή από την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος, αφού αφαιρεθούν από αυτό οι υποχρεωτικές ασφαλιστικές εισφορές, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες δύο (2) προϋποθέσεις, χωρίς να τίθεται θέμα επιλογής από το φορολογούμενο:

α) Έχουν έγγραφη σύμβαση με τα φυσικά ή και νομικά πρόσωπα τα οποία λαμβάνουν τις υπηρεσίες τους,

β) Τα φυσικά ή και νομικά πρόσωπα τα οποία λαμβάνουν τις υπηρεσίες δεν υπερβαίνουν τα τρία (3) ή εφόσον υπερβαίνουν τον αριθμό αυτό ποσοστό 75% των ακαθαρίστων εσόδων να προέρχεται από ένα (1) από τα πρόσωπα που λαμβάνουν τις υπηρεσίες.

    Τα πρόσωπα αυτά δεν δικαιούνται την έκπτωση των δαπανών του άρθρου 31 του N. 2238/1994.
    Σημειώνουμε εδώ ότι με βάση την ΠΟΛ. 1085/2014 δεν προβλεπόταν η ύπαρξη «εμπορικής ιδιότητας» και η ρήτρα «διατήρησης επαγγελματικής εγκατάστασης διαφορετική από την κατοικία» για την χρήση 2013, η οποία προσδιορίζεται πλέον από την 1/1/2014 με βάση τις διατάξεις του Ν. 4172/2013.

    Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Ν. 4172/2013 περί Κ.Φ.Ε., ορίζεται ότι:
 «1. Το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις περιλαμβάνει τα πάσης φύσεως εισοδήματα σε χρήμα ή σε είδος που αποκτώνται στο πλαίσιο υφιστάμενης, παρελθούσας ή μελλοντικής εργασιακής σχέσης.
2. Για τους σκοπούς του Κ.Φ.Ε., εργασιακή σχέση υφίσταται όταν ένα φυσικό πρόσωπο παρέχει υπηρεσίες:
α) στο πλαίσιο σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με το εργατικό δίκαιο,
β) βάσει σύμβασης, προφορικής ή έγγραφης, με την οποία το φυσικό πρόσωπο αποκτά σχέση εξαρτημένης εργασίας με άλλο πρόσωπο, το οποίο έχει το δικαίωμα να ορίζει και να ελέγχει τον τρόπο, το χρόνο και τον τόπο εκτέλεσης των υπηρεσιών…
στ) βάσει έγγραφων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ή συμβάσεων έργου, με φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες τα οποία δεν υπερβαίνουν τα τρία (3) ή, εφόσον υπερβαίνουν τον αριθμό αυτόν, ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του ακαθάριστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα προέρχεται από ένα (1) από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που λαμβάνουν τις εν λόγω υπηρεσίες και εφόσον δεν έχει την εμπορική ιδιότητα ούτε διατηρεί επαγγελματική εγκατάσταση διαφορετική από την κατοικία του. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο φορολογούμενος αποκτά εισόδημα από μισθωτή εργασία, σύμφωνα με μία από τις περιπτώσεις α΄ έως ε΄ του παρόντος άρθρου.»

    Ήδη με την ΠΟΛ. 1120/25-4-2014 σχετικά με την φορολογική μεταχείριση των αμοιβών που καταβάλλονται για τεχνικές υπηρεσίες, αμοιβές διοίκησης, αμοιβές για συμβουλευτικές και παρόμοιες υπηρεσίες, ρητά αναφέρεται ότι «Στις αμοιβές για συμβουλευτικές ή παρόμοιες υπηρεσίες περιλαμβάνονται οι αμοιβές που καταβάλλονται εξαιτίας παροχής επαγγελματικών υπηρεσιών στις οποίες προέχει το στοιχείο της συμβουλής ή της επιστημονικής, καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας, δηλαδή επαγγέλματα που με τις διατάξεις του N.2238/1994, χαρακτηρίζονταν ως ελευθέρια επαγγέλματα. Ουσιαστικά, με την πολυγραφημένη αυτή εγκύκλιο δόθηκε τέλος στα ερωτηματικά που προέκυπταν από την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Ν. 4172/2013 σχετικά με τον όρο «τεχνικές υπηρεσίες» και διασαφηνίστηκαν θέματα σχετικά με τους υπόχρεους προς παρακράτηση φόρου επί των ληφθέντων αμοιβών.

    Με βάση τα παραπάνω θα πρέπει να επισημάνουμε κάποια κρίσιμα σημεία τα οποία θα πρέπει να προσέξει ο ενδιαφερόμενος έτσι ώστε να φορολογηθεί με την κλίμακα του άρθρου 15 του Ν. 4172/2013 περί Κ.Φ.Ε., δηλαδή ως μισθωτός:

·         Κρίσιμο στοιχείο όσον αφορά την παροχή υπηρεσίας σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα είναι η ύπαρξη έγγραφης σύμβασης η οποία και διαφοροποιεί την κατηγορία εισοδήματος. Επομένως για να θεωρηθεί το εισόδημα ως προερχόμενο από μισθωτές υπηρεσίες  θα πρέπει να παρέχονται από φυσικό πρόσωπο υπηρεσίες (πχ. Λογιστής) με βάση έγγραφες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Στην περίπτωση που παρέχονται υπηρεσίες και σε φυσικά πρόσωπα ιδιώτες με τα οποία δεν υπάρχουν έγγραφες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που προβλέπει ο νόμος (με την προϋπόθεση βέβαια ότι το 75% των εισοδημάτων δεν προέρχονται από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο), το εισόδημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προερχόμενο από μισθωτές υπηρεσίες, αλλά από επιχειρηματική δραστηριότητα.

·         Η ύπαρξη «εμπορικής ιδιότητας» κατατάσσει τον συγκεκριμένο εργαζόμενο στους ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα αν υφίστανται οι λοιπές προϋποθέσεις ώστε τα εισοδήματά του να φορολογηθούν ως προερχόμενα από μισθωτή εργασία.

    Για τον ορισμό του εμπόρου υπάρχουν τρία συστήματα, το υποκειμενικό, το αντικειμενικό και το τυπικό. Στην Ελλάδα χρησιμοποιούνται και τα τρία κατά περίπτωση. Κατά το υποκειμενικό σύστημα έμπορος είναι όποιος ασκεί επάγγελμα, το οποίο ορίζεται στον νόμο ως εμπορικό. Κατά το αντικειμενικό σύστημα έμποροι είναι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ασκούν κατά σύνηθες επάγγελμα εμπορικές πράξεις. Ορισμένες εμπορικές πράξεις και επαγγέλματα απαριθμούνται στα άρθρα 2 και 3 του βασιλικού διατάγματος της 2/14.5.1835 "περί αρμοδιότητάς των εμποροδικείων". Κυριότερες εμπορικές πράξεις είναι η αγορά προς μεταπώληση, η επιχείρηση χειροτεχνίας, η επιχείρηση προμήθειας, η επιχείρηση πρακτορείας, η μεταφορά, οι τραπεζικές εργασίες κλπ. Τέλος κατά το τυπικό σύστημα έμπορος είναι όποιος ορίζεται ως τέτοιος από τον νόμο ανεξάρτητα από το αντικείμενο της δραστηριότητάς του. Παράδειγμα είναι η ανώνυμη εταιρεία, η οποία έχει πάντοτε την εμπορική ιδιότητα ανεξάρτητα από τον σκοπό ή τη δραστηριότητά της. (Βικιπαίδεια)

·         Η ύπαρξη επαγγελματικής εγκατάστασης διαφορετικής από την κατοικία, εξαιρεί αυτόματα τον ενδιαφερόμενο από την υπαγωγή του στη φορολόγηση με την κλίμακα των μισθωτών (άρθρο 15 Ν. 4172/2013)

·         Τα φυσικά πρόσωπα που αμείβονται αποκλειστικά με «μπλοκάκια» εξακολουθούν να φορολογούνται ως μισθωτοί (με φορολογικό συντελεστή 22% για φορολογητέο εισόδημα μέχρι 25.000 ευρώ) και όχι ως προσποριζόμενοι εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα

·         Δίνεται η δυνατότητα και στους φορολογούμενους που έχουν εισοδήματα από μισθωτή εργασία και απασχολούνται επιπλέον με «μπλοκάκια» να εκπίπτουν τις επιχειρηματικές τους δαπάνες, όπως και όλοι οι άλλοι φορολογούμενοι που έχουν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.

·         Οι φορολογούμενοι που αμείβονται με «μπλοκάκια» υποχρεούνται σε καταβολή μειωμένου τέλους επιτηδεύματος πεντακοσίων ευρώ (σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 ν. 3986/2011 που διατηρείται σε ισχύ και με το νέο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος) και δεν τίθεται κανένα ζήτημα αύξησης του ποσού αυτού για το 2015.

·         Στην ουσία, αυτό που φαίνεται ιδιαίτερα δελεαστικό φορολογικά για αυτούς που έχουν εισοδήματα τόσο από μισθωτή εργασία όσο και από «μπλοκάκι», δεν είναι πάντα έτσι. Τίθεται περιορισμός από τον Ν. 4172/2013 πως «….Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο φορολογούμενος αποκτά εισόδημα από μισθωτή εργασία, σύμφωνα με μία από τις περιπτώσεις α' έως ε' του παρόντος άρθρου.» Τι θα συμβεί όμως στην περίπτωση που τα εισοδήματα από πραγματική μισθωτή εργασία δεν ξεπερνούν ετήσια τα 25.000 ευρώ; Τότε τα εισοδήματα από «μπλοκάκι» θα φορολογηθούν με συντελεστή 26% από το πρώτο ευρώ, ενώ αν τα συγκεκριμένα εισοδήματα είχαν προστεθεί στο εισοδήματα από μισθωτή εργασία και ήταν κατά πολύ μικρότερα των 25.000 ευρώ θα φορολογούνταν με τον πιο ευνοϊκό συντελεστή του άρθρου 15 του Ν. 4172/2013. Φυσικά, σε περίπτωση που υφίστανται εισοδήματα από μισθωτή εργασία που ξεπερνούν τα 25.000 ευρώ, η φορολογική επιβάρυνση είναι ευμενέστερη, επειδή σε διαφορετική περίπτωση τα εισοδήματα από μπλοκάκι θα προσθέτονταν σε αυτά της μισθωτής εργασίας και συνεπώς θα φορολογούνταν με μεγαλύτερο συντελεστή (32% αντί για 26%). 

Πηγή: e-forologia.gr