Tο δικαίωμα έκπτωσης της δαπάνης Ε.Ι.Χ. αυτοκινήτων
Φέτος για πρώτη χρονιά το θέμα της έκπτωσης των δαπανών των Ε.Ι.Χ. αυτοκινήτων από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, θα αντιμετωπιστεί υπό το πρίσμα των διατάξεων του Ν 4172/2013.
Όπως είναι γνωστό αναμένεται η εγκύκλιος της Γ.Γ.Δ.Ε. για την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Ωστόσο ίσως είναι χρήσιμη μία πρώτη προσέγγιση, εν όψει των αρχικών υπολογισμών της φορολογικής επιβάρυνσης, που άτυπα αποτελούν μέρος των εργασιών κλεισίματος της χρήσης. Όσα αναφέρουμε αποτελούν ερμηνευτική προσέγγιση του συγγραφέα και θα πρέπει να επιβεβαιωθεί αν και η διοίκηση θα προσεγγίσει τις σχετικές διατάξεις υπό το ίδιο πρίσμα.
Δείτε επίσης....
Καταρχήν το θέμα της έκπτωσης των δαπανών ΕΙΧ αυτοκινήτων θα πρέπει να κριθεί υπό τις γενικές διατάξεις του άρθρου 22 του Ν 4172/2013. Δηλαδή θα πρέπει οι σχετικές δαπάνες:
α) να πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της,
β) να αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και η αξία της συναλλαγής να μην κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση,
γ) να εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.
Με την προϋπόθεση ότι τα β και γ ισχύουν, αναζητείται κατά πόσο οι εν λόγω δαπάνες, ή το σύνολο αυτών πραγματοποιείται προς το συμφέρον της επιχείρησης. Ο λόγος είναι ότι εξαιτίας της φύσης των εξεταζόμενων δαπανών, μπορεί αυτές να κριθούν εν όλο ή εν μέρει ως προσωπικές καταναλωτικές δαπάνες της περ. ιβ’ του επόμενου άρθρου 23 και να μην αναγνωριστούν για έκπτωση.
Όσον αφορά τα αυτοκίνητα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για ανάγκες της επιχείρησης, ασφαλώς δεν γεννάται θέμα και οι δαπάνες τους θα πρέπει να αναγνωριστούν στο 100%. Εμμέσως έχει γίνει δεκτό από τη διοίκηση (Πολ. 1219/2014 για τις παροχές σε είδος) ότι τέτοιου είδους αυτοκίνητα είναι:
α) Τα αυτοκίνητα, τα οποία παρέχουν οι επιχειρήσεις σε συγκεκριμένους πωλητές, τεχνικούς και λοιπούς εργαζομένους, των οποίων η εργασία απαιτεί συχνή μετακίνηση εκτός των εγκαταστάσεων του εργοδότη (tool cars) και χρησιμοποιούνται για την επιχειρηματική δραστηριότητα του εργοδότη, ανεξάρτητα αν τα αυτοκίνητα αυτά μπορεί να χρησιμοποιούνται από τον δικαιούχο και εκτός του ωραρίου εργασίας τους.
β) Τα αυτοκίνητα δοκιμών (test-drive), που διαθέτουν οι επιχειρήσεις εμπορίας αυτοκινήτων.
γ) Τα αυτοκίνητα μεταφοράς προσωπικού (π.χ. mini-bus).
δ) Τα αυτοκίνητα που χρησιμοποιούν επιχειρήσεις (π.χ. ξενοδοχειακές επιχειρήσεις) για μεταφορά καλεσμένων ή πελατών τους.
ε) Τα αυτοκίνητα τα οποία διαθέτουν οι επιχειρήσεις επισκευής και συντήρησης (service) αυτοκινήτων προσωρινά σε αντικατάσταση των επισκευαζόμενων.
στ) Τα αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης που χρησιμοποιούνται από τις αεροπορικές εταιρείες και τις επιχειρήσεις διαχείρισης αεροδρομίων για την εξυπηρέτηση των αεροσκαφών και των επιβατών τους (αυτοκίνητα πίστας) καθώς και για την μεταφορά VIPS ή προσωπικού.
Εκεί που γεννάται θέμα είναι ως προς τα ΕΙΧ αυτοκίνητα που χρησιμοποιούνται από στελέχη επιχειρήσεων ή ατομικούς επιχειρηματίες, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί κατά τρόπο αντικειμενικό σε ποιο ποσοστό χρησιμοποιούνται για την κάλυψη αναγκών της επιχείρησης και σε ποιο ποσοστό για προσωπική εξυπηρέτηση.
Ως προς τα στελέχη επιχειρήσεων ο νομοθέτης λαμβάνει θέση θεωρώντας ότι το 30% των δαπανών αυτών των αυτοκινήτων (πλην των δαπανών κίνησης) συνιστά παροχή προς το στέλεχος της επιχείρησης, άρα εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι το υπόλοιπο ποσοστό της δαπάνης αφορά πραγματικά την κάλυψη επιχειρηματικών αναγκών και δεν τίθεται θέμα να μην πραγματοποιείται προς το συμφέρον της επιχείρησης. Αλλά και για το 30% παρατηρούμε ότι θεωρούμενο ως παροχή προς τον εργαζόμενο αλλάζει η φύση του ως δαπάνη της επιχείρησης, αφού πλέον βάσει προορισμού θεωρείται αμοιβή και έξοδο προσωπικού και ως τέτοια θα πρέπει να κριθεί. Ως δαπάνη λοιπόν εξομοιούμενη με μισθοδοσία θα πρέπει επίσης να εκπέσει καθώς παγίως γίνεται δεκτή η έκπτωση των δαπανών μισθοδοσίας, ενώ πλέον δεν ισχύει και η προϋπόθεση που ίσχυε βάσει του Ν.2238/1994 περί της καταβολής ή βεβαίωσης των ασφαλιστικών εισφορών.
Εκεί που εξ αντικειμένου τίθεται ζήτημα υποκειμενικής κρίσης και εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών είναι στις περιπτώσεις:
1. Των δαπανών κίνησης και
2. Των δαπανών γενικά ΕΙΧ αυτοκινήτων από ατομικούς επιχειρηματίες, όπου δεν τίθεται το θέμα της παροχής σε είδος.
Είναι βέβαιο ότι η αναγνώριση των δαπανών αυτών θα αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ των φορολογούμενων και της διοίκησης, κατά τη διαδικασία του φορολογικού ελέγχου.
Από τη μεριά των επιχειρήσεων θα πρέπει να εκτιμηθεί και να τεκμηριωθεί με κάθε πρόσφορο μέσο, σε τι ποσοστό οι δαπάνες αυτές αφορούν επιχειρηματική δραστηριότητα και σε τι προσωπική δαπάνη.
Για παράδειγμα ένας λογιστής (ατομική επιχείρηση) θα πρέπει να μπορεί να τεκμηριώσει τηρώντας ενδεχομένως κάποιο σχετικό αρχείο τι ποσοστό της χρήσης βάσει π.χ. των διανυθέντων εντός του έτους χιλιομέτρων, του αυτοκινήτου της επιχείρησής του αφορούσε πραγματικά την επαγγελματική του δραστηριότητα, ώστε να αναμορφώσει αναλόγως τις σχετικές δαπάνες που έχει εγγράψει στα βιβλία του.
Τελειώνοντας, κατανοούμε τις απίστευτες δυσκολίες που συναντάει ένας τέτοιος τρόπος χειρισμού, ωστόσο θεωρούμε ότι η χωρίς αποδεικτικά στοιχεία έκπτωση του 100% των δαπανών, στις 2 παραπάνω περιπτώσεις, θα αποτελέσει σημείο αντιπαραθέσεων με τον φορολογικό έλεγχο στο μέλλον. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα αναπολήσουμε την εποχή του παλιού άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. με τα προκαθορισμένα ποσοστά έκπτωσης των δαπανών αυτών…
Βαγγέλης Μιχελινάκης,
Λογιστής - Φοροτεχνικός
Πηγή: epixeirisi.gr