Οι φράσεις έχουν τη δική τους ιστορία
Φοβερή είδηση, "τον έπιασε στα πράσα". Μη μου πεις, εμ, τα λέει ο λαός, "χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει". Στα είχα πει εγώ, "κάποιο λάκκο έχει η φάβα". Κι όμως, του κυρίου "δεν ιδρώνει το αυτί του". Αυτός είναι..."από την πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα".
Δείτε επίσης....
Έχετε ποτέ αναρωτηθεί γιατί λέμε αυτές τις φράσεις που σχεδόν όλοι μας χρησιμοποιούμε καθημερινά; Οι περισσότερες έχουν πλούσια ιστορία. Το enikos.gr συγκέντρωσε 20+1 φράσεις και σας παρουσιάζει το...παρελθόν τους.
Για αυτή τη φράση υπάρχουν δύο εκδοχές, ως προς τη προέλευσή της.
Η μία αναφέρεται σ' ένα περιστατικό που συνέβη στην οικία Δεκόζη-Βούρου, γνωστό ως «Παλαιό Παλάτι» μια και αυτό λειτούργησε σαν ανάκτορο από το 1837 έως το 1843 και πρώτη κατοικία του Όθωνα, μετά τον γάμο του με την Αμαλία.
Εκεί, δόθηκε μία επίσημη χοροεσπερίδα, προς τιμή της νέας βασίλισσας με καλεσμένους ξένους αυλικούς, επιζώντες και απόγονους των αγωνιστών του ΄21, μεταξύ αυτών ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και το πρωτοπαλίκαρό του, Δημήτρης Πλαπούτας.
Ο Πλαπούτας, εξαιρετικός χορευτής είχε τη συνήθεια, όταν χόρευε και όταν το απαιτούσε η φιγούρα, να πετάει τα τσαρούχια του στον αέρα.
Μόλις λοιπόν άρχισε ο χορός μέσα στην φωτισμένη από κρυστάλλινους πολυελαίους αίθουσα και ο Πλαπούτας έτρεξε να σύρει τον «κλέφτικο» (τσάμικο), ακούστηκε από τον Κολοκοτρώνη, η παροιμιώδης φράση: «Το νου σου Μήτρο...σιγά τον πολυέλαιο».
Η άλλη, έχει τις ρίζες της στην εκκλησιαστική παράδοση και αναφέρεται στη συνήθεια που υπήρχε και ίσως υπάρχει ακόμη και στις μέρες μας, στις εκκλησίες και τα μοναστήρια, με το άναμμα των πολυελαίων στις μεγάλες γιορτές και συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία.
Ο καντηλανάφτης αφού άναβε τους πολυελαίους τους κινούσε, χρησιμοποιώντας ένα κοντάρι, τον έναν από την ανατολή προς τη δύση και τον άλλον από το βορρά προς τον νότο έτσι ώστε να σχηματιστεί το σημείο του σταυρού. Αν όμως η κίνηση αυτή ήταν βιαστική, κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα του πολυελαίου και γιαυτό του έλεγαν «σιγά τον πολυέλαιο».
Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα
Και εδώ έχουμε δύο εκδοχές. Από τη μια, η μαρτυρία θέλει την παροιμία Χιώτικη με ένα ναυτικό που πρώτη φορά έκανε εμπόριο των μπαχαρικών. Το καράβι του ήταν φορτωμένο με την ινδιάνικη πραμάτεια και άραξε στη Χίο.
Με το αρίβο του, ο τελώνης του νησιού άνοιξε τ’ αμπάρι, εξέτασε το φορτίο, είδε απάνω-απάνω την κανέλα και κατάλαβε. Ρώτησε αθώα τον καπετάνιο: «Από πού έρχεσαι;» Κι εκείνος απάντησε: «Από την Πόλη». Ο τελώνης τότε γέλασε, γύρισε στους άλλους και είπε «Ορίστε, από την Πόλιν έρχομαι και στη κορφή κανέλα».
Με λίγα λόγια ο καπετάνιος για να γλιτώσει το τελώνιο της εισαγωγής από το εξωτερικό την έπαθε Χιώτικη.
Ωστόσο η πραγματική προέλευση αυτής της φράσης είναι: "Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα" που σημαίνει ότι εγώ έρχομαι από την Πόλη (Κωνσταντινούπολη) και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή. Σύμφωνα, με αυτήν την άποψη, η φράση αυτή ήταν μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη, πλέον, Πόλη (Κωνσταντινούπολη) και καθόριζαν ως σημείο συνάντησής τους την κορυφή κάποιου λόφου.
Ο μήνας έχει εννιά
Η επικρατέστερη εκδοχή για την ερμηνεία της φράσης προέρχεται από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, καθώς οι δημόσιοι υπάλληλοι πληρώνονταν κάθε εννιά του μήνα, επομένως ήταν μέρα χαράς.
Η εκδοχή της ταύτισης της ενάτης του μηνός με την πληρωμή των δημοσίων υπαλλήλων είναι η πιο λογική, ωστόσο ο αριθμός εννιά μπορεί να ερμηνευτεί και φιλοσοφικά καθώς σύμφωνα με τον Πυθαγόρα συμβολίζει την αρμονία της φύσης.
Χαιρέτα μου τον πλάτανο
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, κοντά στο Ωρολόγιο του Κυρρήστου (Αέρηδες) υπήρχε το ιεροδιδασκαλείο των μουσουλμάνων το οποίο είχε ιδρυθεί το 1721 από τον Μεχμέτ Φαχρή. Όταν οι Τούρκοι έφυγαν από την Ελλάδα, το κτίριο επισκευάστηκε σε σχέδια του Χρ. Χάνσεν και λειτούργησε ως φυλακή. Εκεί είχαν φυλακιστεί πολλοί ποινικοί αλλά και πολιτικοί κρατούμενοι μεταξύ αυτών και ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Στην αυλή των φυλακών υπήρχε ένας πλάτανος πάνω στον οποίο απαγχονίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο. Όσοι ήταν τυχεροί και αποφυλακίζονταν, φεύγοντας έλεγαν «χαιρέτα μου τον πλάτανο». Το κτίριο των φυλακών κατεδαφίστηκε το 1914 και σήμερα δεν υπάρχει τίποτα άλλο πάρα μόνο η ξύλινη πύλη με την επιγραφή της.
Μια άλλη εκδοχή θέλει την προέλευση αυτής της παροιμιώδους έκφρασης να οφείλεται στον χαιρετισμό δύο συγχωριανών, όταν συναντιόντουσαν μακριά από το χωριό τους και ο ένας απ' αυτούς, επρόκειτο να γυρίσει πίσω. Τότε ο άλλος του έλεγε «χαιρέτα μου τον πλάτανο», δένδρο που σπάνια έλειπε από την κεντρική πλατεία ενός χωριού, προσφιλής τόπος συγκέντρωσης των κατοίκων.
Κάποιο λάκκο έχει η φάβα
Για την καλλιέργεια του κρασιού, οι κάτοικοι της Σαντορίνης έχουν καθιερώσει έναν δικό τους τρόπο κλαδέματος των αμπελιών ώστε να τα προστατεύουν από τους δυνατούς ανέμους που πνέουν συχνά στο νησί. Η ιστορία της φάβας άρχισε πριν από σχεδόν 3.500 χρόνια και κάποιοι παραγωγοί χρησιμοποιούν ακόμα τον παραδοσιακό τρόπο αλωνίσματος.
Σήμερα, η «Φάβα Σαντορίνης» είναι «Προϊόν προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης» (ΠΟΠ). Οι νοικοκυρές, όταν μαγείρευαν τη φάβα έριχναν λάδι (ελαιόλαδο), αλλά το λάδι το «ρούφαγε» η φάβα. Η έλλειψη μεγάλων ποσοτήτων λαδιού άγχωνε τον άντρα του σπιτιού μήπως και τελειώσει το δυσεύρετο λάδι.
Έτσι έλεγαν στη γυναίκα τους να κάνουν οικονομία και να μη ρίχνουν άλλο λάδι γιατί κάποιο λάκκο, δηλαδή κάποια τρύπα, έχει η φάβα μέσα στη κατσαρόλα και ρουφάει το λάδι. Η φράση «κάποιο λάκκο έχει φάβα» που επικράτησε σημαίνει ότι κάτι κρύβεται πίσω αυτό που φαίνεται....
Η φράση αυτή που σημαίνει ότι κάποιος συνελήφθη επ'αυτοφώρω να διαπράττει ένα αδίκημα έχει τις ρίζες της στην Αθήνα του 19ου αιώνα. Τότε, μαζί με την ανάπτυξη της πόλης, είχαν αρχίσει να εμφανίζονται διάφορες συμμορίες κακοποιών οι οποίοι ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά. Μια απ'αυτές ήταν η συμμορία του Θόδωρου Καρρά, η οποία είχε γίνει το φόβητρο των κατοίκων της Αθήνας. Η αστυνομία τους κυνηγούσε να τους συλλάβει, αλλά δεν τα κατάφερνε.
Κάποια στιγμή, στόχος της συμμορίας έγινε το σπίτι του παπά-Μελέτη, στην περιοχή της Κολοκυνθούς. Φημολογείτο ότι ο παπάς, ένας ηλικιωμένος αλλά πολύ δυνατός και ατρόμητος άνθρωπος, έκρυβε εκεί τσουβάλια με φλουριά.
Ένα βράδυ, ο παπάς πετάχτηκε στον ύπνο του από έναν θόρυβο που άκουσε και βγήκε έξω να δει τι συμβαίνει. Είδε μία σκιά που κινούνταν ακριβώς στο σημείο του κήπου που είχε φυτέψει πράσα. Χωρίς να διστάσει καθόλου επιτέθηκε στον ύποπτο, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον Καρρά τον οποίον παρέδωσε στην Αστυνομία. Μετά δε την ομολογία του συνελήφθησαν και τα υπόλοιπα μέρη της συμμορίας. Όταν οι αστυνομικοί ρώτησαν τον παπά πως κατάφερε και έπιασε τον ληστή, τους απάντησε «τον έπιασα στα πράσα».
Έφαγε το ξύλο της χρονιάς του
Αυτή η φράση έχει σχέση με τιμωρία των παιδιών, αλλά σε μια διαφορετική εποχή, στα χρόνια του Μεσαίωνα, όπου οι μέθοδοι διαπαιδαγώγησης ή πειθαρχίας των μαθητών, καμία σχέση δεν έχουν, ευτυχώς, με τις σημερινές. Πολλοί μαθητές μαρτυρούσαν, υπέφεραν στα χέρια των δασκάλων τους με αποτέλεσμα να προσπαθούν συνεχώς να βρουν τρόπο να το σκάνε για να γλυτώσουν.
Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν σχεδόν όλοι καλόγεροι ή παπάδες αλλά η... πίστη δεν τους εμπόδιζε να δέρνουν και αυτοί τους μαθητές, με μία όμως μικρή διαφορά. Τους έδερναν μόνο μία φορά τον χρόνο. Και η εποχή του ξύλου ήταν κάθε Αύγουστο, μόλις τελείωναν τα μαθήματα. Ο μαθητής έπρεπε να περάσει από τον παιδονόμο για να... φάει το ξύλο της χρονιάς του. Το σκεπτικό πίσω από αυτή την συνήθεια ήταν ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο που θα άρχιζαν πάλι τα μαθήματα τα παιδιά θα ήταν φρόνιμα!
Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει
Η λέξη κολαούζος, προέρχεται από την τούρκικη λέξη kilavuz, η οποία σημαίνει οδηγός σε μία πορεία. Άρα, για το χωριό που φαίνεται δεν χρειάζεσαι κάποιον για να σε οδηγήσει εκεί. Αναφέρεται σε κάτι που είναι αυταπόδεικτο.
Ας πάει και το παλιάμπελο
Αυτή είναι η παροιμιώδης φράση που ακούστηκε από έναν θεατή, κατά τη διάρκεια της παράστασης Λουτσία ντε Λαμερμούρ στο θέατρο Μπούκουρα το 1840, όπου πρωταγωνιστούσε η περίφημη Ιταλίδα αοιδός Ρίτα Μπάσσο. Ο ηλικιωμένος κτηματίας, ο Αντρέας Λόντος, καταγοητευμένος, όπως και πολλοί Αθηναίοι, από τα θέλγητρα της καλλιτέχνιδας θυσίασε το τελευταίο του αμπέλι αγοράζοντας το εισιτήριο για την παράσταση, την οποία φημολογείται ότι είχε ήδη δει αρκετές φορές.
Αυτή η φράση οφείλει την προέλευσή της σε μία πρόληψη που επικρατούσε τα αρχαία χρόνια, όπου πίστευαν ότι ο «κνησμός» ή φαγούρα του σώματος είναι ένα μήνυμα ή μία προειδοποίηση από τους θεούς. Αρκετές απ' αυτές τις προλήψεις διατηρούνται μέχρι σήμερα και δεν είναι ασυνήθιστο για κάποιον που νιώθει φαγούρα στο δεξί του χέρι (παλάμη) να πιστεύει ότι θα πάρει χρήματα.
Οι δε Σπαρτιάτες πίστευαν ότι όσα παιδιά αισθανόντουσαν φαγούρα στην μύτη θα γινόντουσαν κακοί πολεμιστές, γι' αυτό έτσι και έβλεπαν ένα παιδί να ξύνει την μύτη του το τιμωρούσαν, ώστε να μην το ξανακάνει. Και λέγεται ότι από αυτή την πρόληψη προέρχεται η συγκεκριμένη παροιμιώδης έκφραση.
Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες
Μία φράση σχετική με τους κουτσαβάκηδες, μάγκες της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα, οι οποίοι ασκούσαν εκβιασμούς, βία και τρομοκρατία. Συνηθισμένα στην εμφάνιση του μάγκα ήταν το λιγδωμένο μαλλί, το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα, το μαύρο σακάκι το οποίο φορούσαν μόνο το αριστερό μανίκι ώστε να μπορούν να το βγάλουν πολύ εύκολα σε περίπτωση καβγά και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα - μαχαίρια και πιστόλια - που κουβαλούσαν.
Ο διευθυντής της Αστυνομίας Δημήτρης Μπαϊρακτάρης κατόρθωσε να τους αντιμετωπίσει, τη δεκαετία του 1890, παίρνοντας μία σειρά μέτρων με στόχο τον εξευτελισμό, τη διαπόμπευση και τελική εξάλειψή τους.
Μερικά από αυτά τα μέτρα που πήρε ήταν να κόψει το τσουλούφι των μαλλιών τους, τη μύτη των παπουτσιών τους, το κρεμασμένο μανίκι του σακακιού τους καθώς επίσης και να τους εξαναγκάσει να καταστρέψουν οι ίδιοι τα όπλα τους. Αυτοί, όμως, ύστερα από τον εξευτελισμό τους, προτιμούσαν να τους βάλει φυλακή, παρά να βγούν έξω με αυτά τα χάλια. Τότε, μάλιστα, τραγουδούσαν: « τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες...» και η παραμονή τους σ' αυτή ήταν αδιάσειστο στοιχείο της παλικαριάς τους.
Δεν ιδρώνει το αυτί του
Λέγεται ότι αυτή η έκφραση η οποία υποδηλώνει την αδιαφορία, προέρχεται από μία συμβουλή που έδωσε σε μία κοπέλα ο Ασκληπιός, ο πατέρας της Ιατρικής, όταν αυτή τον ρώτησε πως μπορεί να κάνει κάποιον νέο που της άρεσε να την αγαπήσει. Ο Ασκληπιός την συμβούλεψε να κλείσει τον νεαρό σ'ένα πολύ ζεστό δωμάτιο. Αν ίδρωναν τα αυτιά του, αυτό θα σήμαινε ότι θα την αγαπούσε. Αν πάλι όχι, να τον ξεχνούσε και να μην παιδευόταν άλλο.
Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;
Όταν η Αθήνα ανέλαβε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, εκκρεμούσε η αναμόρφωση του Παναθηναϊκού Σταδίου. Η Επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων προγραμμάτισε την αναμαρμάρωση του Σταδίου, μια και πολλά από τα μάρμαρά του είχαν αφαιρεθεί και είχαν χρησιμοποιηθεί ως οικοδομικό υλικό κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας, αλλά και πριν.
Τότε τέθηκε η ερώτηση: «ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;». Ζητήθηκε από τον Γεώργιο Αβέρωφ, έμπορο από την Αίγυπτο, ν'αναλάβει τα έξοδα και αυτός δέχθηκε.
Η ανακατασκευή ανατέθηκε στον Α. Μεταξά ο οποίος ακολούθησε πιστά το σχέδιο του αρχαίου μνημείου του Ηρώδη. Χρησιμοποιήθηκε δε λευκό πεντελικό μάρμαρο στο οποίο το Στάδιο οφείλει και την ονομασία «Καλλιμάρμαρο».
Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώςΑυτή η παροιμιώδης έκφραση, οφείλεται σ' ένα περιστατικό μεταξύ του Κωλέττη και του γνωστού κουρελιάρη μποέμ τύπου της εποχής στα χρόνια του ΄Οθωνα, του Μανώλη Μπατίνου, ο οποίος τριγυρνούσε στους δρόμους της Αθήνας ρητορεύοντας, φιλοσοφώντας, και συνθέτοντας ποιήματα τα οποία απήγγειλε στους περαστικούς.
Κάποια στιγμή, συνάντησε στον δρόμο τον Κωλέττη, τον ρώτησε αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή, κι εκείνος του απάντησε πως θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν άλλαζε τα βρώμικα και κουρελιασμένα ρούχα του.
Την επόμενη μέρα, ο Μανωλιός παρουσιάστηκε στο ίδιο γνωστό σημείο με τα ίδια ρούχα, φορώντας τα όμως από την ανάποδη και άρχισε να απαγγέλλει τους εξής στίχους: «Άλλαξε η Αθήνα όψη/ σαν μαχαίρι δίχως κόψη/ πήρε κάτι από την Ευρώπη/ και ξεφούσκωσε σαν τόπι/ Άλλαξαν χαζοί και κούφοι/ Και μας κάναν κλωτσοσκούφι/ Άλλαξε κι ο Μανωλιός/ Κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».
Αυτός είναι για τα πανηγύρια
Τα παλιά τα χρόνια, όταν δεν υπήρχαν ακόμη ειδικά ιδρύματα για τους ψυχοπαθείς, οι συγγενείς τους τους πήγαιναν στα πανηγύρια της εκκλησίας ή μοναστηριού την ημέρα που γιόρταζε ο άγιος, ώστε να τους διαβάσει μία ευχή ο παπάς ή ο καλόγερος.
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος
Αυτή η έκφραση, που λέμε συνήθως για τους «ελαφρόμυαλους, γεννήθηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας με αφορμή έναν αλβανό, τον Κιουλάκ Βογιατζή, έναν πανάσχημο και κουτό άνθρωπο, ο οποίος ήταν εισπράκτορας του κεφαλικού φόρου (χαράτσι) και η όψη του προκαλούσε τον τρόμο σε όποιον τον έβλεπε. Κρατούσε δε πάντα στα χέρια του ένα κόπανο για ν' απειλεί τους χριστιανούς, αν δεν του έδιναν το ποσό που έπρεπε (μία χρυσή λίρα, ή δύο φλουριά).
Μια και όμως, λόγω της χαζομάρας του, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα, πολλοί 'Ελληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, τον ξεγελούσαν, δίνοντάς του μπρούτζινες δεκάρες που είχαν γυαλίσει, ώστε να φαίνονται σαν χρυσές.
Τρώει τα νύχια του για καβγάΗ φράση αυτή αναφέρεται σε έναν απαράβατο κανόνα που ίσχυε στο αγώνισμα της ελεύθερης πάλης, κατά τα χρόνια της ρωμαϊκής ή αργότερα βυζαντινής αυτοκρατορίας. Δηλαδή, επιτρέπονταν τα πάντα εκτός από γρατζουνιές και ο νικητής δεν έπρεπε να είχε προκαλέσει την παραμικρή γρατζουνιά στον αντίπαλό του. Έτσι λοιπόν, οι παλαιστές, οι οποίοι ήταν συνήθως σκλάβοι και έπαιρναν μέρος με την ελπίδα να ελευθερωθούν, μια και αν νικούσαν τρεις φορές συνεχόμενα, ελευθερώνονταν αμέσως, προσπαθούσαν να κόψουν τα νύχια τους, μ' όποιον τρόπο μπορούσαν, πριν βγουν στον στίβο.
Τα (του τα) έβγαλε στη φόραH φράση αυτή μας πάει πίσω στα χρόνια της βυζαντινής εποχής. Όταν κατηγορείτο κάποιος για μία αξιόποινη πράξη, χωρίς όμως να υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για αυτήν, έβγαινε σε μία κεντρική πλατεία ένας κήρυκας, ο οποίος αναλάμβανε να κατηγορήσει δημόσια τον ένοχο και μάλιστα καλούσε όποιον γνώριζε κάτι για την υπόθεση να βγει και να το καταγγείλει, διαφορετικά θα ήταν καταραμένος για όλη του τη ζωή.
Ο κόσμος, έτσι και ήξερε κάτι και φοβούμενος τις κατάρες, πήγαινε στην αγορά, το φόρουμ (στα λατινικά) για να το καταγγείλει. Από κει προέκυψε, σύμφωνα με τον Φ. Κακουλέ, η φράση «του τα έβγαλε στο φόρουμ», η οποία κατέληξε να λέγεται σήμερα, «του τα έβγαλε στη φόρα».
Κατά φωνή κι ο γάιδαροςΜία έκφραση με πρωταγωνιστή το γαϊδούρι, το συμπαθητικό ζώο με την τεράστια υπομονή και αντοχή.
Αυτή η φράση λέγεται όταν βλέπουμε ξαφνικά μπροστά μας κάποιον για τον οποίον συζητούσαμε. Και η προέλευσή της πάει πίσω, στα αρχαία χρόνια όπου οι Ελληνες θεωρούσαν τα γαϊδούρια ζώα ιερά και το γκάρισμά τους, ως καλό οιωνό πριν από μία μάχη.
Και συγκεκριμένα, αναφέρεται στο περιστατικό όπου ο στρατηγός Φωκίων ανέβαλε την επίθεση στους Μακεδόνες του Φιλίππου, λόγω μικρού αριθμού στρατιωτών και φόβου ότι ο εχθρός θα τους κατατρόπωνε.
Και ενώ σκεφτόταν και συζητούσε για υποχώρηση, ακούστηκε το γκάρισμα ενός γαϊδάρου στο στρατόπεδο. Ο Φωκίων αναφώνησε ενθουσιασμένος, «κατά φωνή κι ο γάϊδαρος» και θεωρώντας ότι οι θεοί ήταν με το μέρος τους, διέταξε επίθεση η οποία ήταν νικηφόρα για το στράτευμά του.
Σήκωσε το δικό του μπαϊράκι
Κι αυτή είναι μία έκφραση η οποία περιέχει μία τούρκικη λέξη, το «μπαϊράκι», (bayrak) που σημαίνει μικρό λάβαρο ή μικρή σημαία. Αναφέρεται για κάποιον που επαναστατεί και ανεξαρτοποιείται από μία ομάδα, ή από μία οργανωμένη δράση και κάνει το δικό του.
Λέγεται ότι προέρχεται από την κίνηση «αποστασίας» που έκαναν ορισμένα μέλη των αντάρτικων ομάδων των βουνών, οι αμαρτωλοί του 1821, με αφορμή διαφωνίες για το θέμα του αρχηγού ή αψιμαχίες και παρεξηγήσεις μεταξύ τους. Κάποιος οπλαρχηγός αποχωρούσε παίρνοντας μαζί του και άλλα παλικάρια και δημιουργούσε μία καινούργια ομάδα, σηκώνοντας έτσι «το δικό του μπαϊράκι».
Γιατί λέμε Τσαγκαροδευτέρα
Η ονομασία Τσαγκαροδευτέρα κατά την ελληνική δημώδη γλώσσα σημαίνει η Δευτέρα (ημέρα) του τσαγκάρη (υποδηματοποιού).
Ο όρος αυτός καθιερώθηκε από προπολεμικά, όταν οι τότε τσαγκάρηδες στην Αθήνα την επόμενη μέρα της Κυριακής, δηλαδή τη Δευτέρα, επειδή δεν είχαν δουλειά είχαν καθιερώσει από μόνοι τους συνέχιση διήμερης αργίας κάθε εβδομάδα, έχοντας τα καταστήματά τους κλειστά και τη Δευτέρα.
Έτσι καθιερώθηκε να λέγεται για οποιαδήποτε εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας περισσότερο σκωπτικά σε αδικαιολόγητη αργία, ή συνηθέστερα σε καθυστέρηση προσέλευσης στο χώρο εργασίας π.χ. «τσαγκαροδευτέρα είναι σήμερα;», ή «τσαγκαροδευτέρα έχουμε σήμερα και δεν πάτε (ή δεν έρχεστε) για δουλειά;».