«Δύσκολα τα επόμενα 2-3 χρόνια»
Με την επισήμανση «χρεοκοπία και Grexit δεν είναι αναπόφευκτο να συμβούν», αναρτήθηκε στον ιστότοπο της Βουλής η νέα τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους που εδρεύει στη Βουλή, για την παρακολούθηση της εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού, το διάστημα Απρίλιος - Ιούνιος 2015.
«Οι επόμενοι μήνες και ίσως τα επόμενα 2-3 χρόνια να είναι δύσκολα για την πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία», τονίζει στα τελικά συμπεράσματα του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, τονίζοντας ταυτόχρονα την άποψη ότι «το έργο της προσαρμογής και την ανάκαμψης επιβάλλει ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις», καθώς και «επανεξέταση ιδεών που συνόδευσαν και πρακτικών που σημάδεψαν την πορεία προς την κρίση και εμπόδισαν την έξοδο από αυτή».
«Και να μην ξεχνάμε: “Δεν υπάρχει κακή κατάσταση που να μη μπορεί να γίνει χειρότερη”», είναι το χαρακτηριστικό καταληκτικό συμπέρασμα του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.
Σημειώνεται ότι η έκθεση συντάχθηκε με βάση το σημερινό πλαίσιο πολιτικής, όπως αυτό διαμορφώνεται από τις συμφωνίες που έχει πραγματοποιήσει η κυβέρνηση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενώ παράλληλα λαμβάνει υπόψη της, όλη την τρέχουσα συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με την αναθεώρηση της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα της Ευρωζώνης.
Όπως τονίζει στη σύνοψη των συμπερασμάτων του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, «η κατάσταση της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2015 χειροτέρευσε καθώς η χώρα επανήλθε σε υφεσιακή τροχιά».
Οι αιτίες, είναι πολλές σημειώνει και προσθέτει:
«Η εκλογική διαδικασία πρώτα και, στη συνέχεια, η μη συμφωνία με τους θεσμούς επηρέασε τελικά τις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων και, μετά από μια μικρή αναλαμπή τον Φεβρουάριο, τους καταναλωτές. «Η αβεβαιότητα αποτέλεσε τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα για την υφεσιακή τροχιά».
«Η αποχώρηση από τις διαπραγματεύσεις, η λήξη του προγράμματος προσαρμογής (τέλος Ιουνίου 2015), η διακοπή της αποπληρωμής δανείων στο ΔΝΤ και η προκήρυξη του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου επιδείνωσαν την οικονομική κατάσταση.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή είχε εξ αρχής υποστηρίξει, πριν και μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ότι έπρεπε να επιτευχθεί το ταχύτερο δυνατό συμφωνία με τους θεσμούς. Είχαμε υποστηρίξει ότι ήταν απαραίτητο ένα τρίτο πρόγραμμα στήριξης, που θα εξασφάλιζε τις χρηματοδοτικές ανάγκες τις χώρας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, στο βαθμό που δεν ήταν εφικτή η προσφυγή στις αγορές. Όπως αναφέραμε επίσης, το πρόγραμμα αυτό θα έπρεπε να συνοδευτεί και με αναδιάρθρωση του χρέους».
Στην έκθεση σημειώνεται ακόμα ότι, η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει «πρόβλημα αξιοπιστίας στο εσωτερικό της χώρας αφού το προηγούμενο διάστημα συντηρούσε ανεδαφικές, όπως αποδείχθηκε με βάση το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, προσδοκίες, που εκδηλώθηκαν εκκωφαντικά στο 62% ΟΧΙ του δημοψηφίσματος», ενώ χαρακτηρίζεται πράξη ευθύνης, τόσο η απόφαση του πρωθυπουργού να καταλήξει σε συμφωνία, όσο και η στήριξη που παρείχαν κόμματα της αντιπολίτευσης».
«Τα φορολογικά και άλλα μέτρα έχουν υφεσιακό χαρακτήρα. Αντίθετα, οι μεταρρυθμίσεις, που θα εξουδετέρωναν αυτές τις επιπτώσεις, αποδίδουν μόνο σε βάθος χρόνου και μάλιστα υπό τον όρο ότι θα έχουμε πολιτική και κοινωνική σταθερότητα», τονίζεται στην έκθεση που επισημαίνει επίσης:
«Κρίσιμες για την επιτυχία της νέας συμφωνίας, θα είναι οι μεταρρυθμίσεις. Η μεταρρυθμιστική διαδικασία θα συνεχισθεί όταν, μετά τα προαπαιτούμενα, αρχίσει η συγκεκριμενοποίησή τους που θα επιτρέψει τη διαπραγμάτευση ενός νέου “μνημονίου κατανόησης” με τους θεσμούς στο πλαίσιο του ΕΜΣ. Ο δρόμος είναι μακρύς. Το μείζον διακύβευμα ήταν και παραμένουν οι βαθιές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, των ιδιωτών και στις μεταξύ τους σχέσεις, τα οποία εν συνόλω καθορίζουν την οικονομία».
Το γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής υπογραμμίζει ακόμα ότι «με τη συμφωνία της 12ης Ιουλίου στη Σύνοδο Κορυφής η Ελλάδα απέφυγε απότομη χρεοκοπία με χαοτικά και απρόβλεπτα αποτελέσματα που θα είχαν ανυπολόγιστες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις και ενδεχόμενη έξοδο από την Ευρωζώνη».
Παράλληλα, περιγράφει τι σημαίνει η επιστροφή στη δραχμή σημειώνοντας χαρακτηριστικά:
«Αν δεν είχε εφαρμοσθεί η συμφωνία, το αποτέλεσμα των επιπτώσεων που θα είχε η χώρα το έδωσαν οι εξελίξεις μετά την εισαγωγή των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) και την προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Αν μάλιστα καταλήξουμε σε επιστροφή στη δραχμή, η χώρα κινδυνεύει να εμπλακεί σε ένα φαύλο κύκλο υποτιμήσεων και πληθωρισμού. Το ΔΝΤ έχει υπολογίσει ότι η υποτίμηση έναντι του ευρώ θα ήταν 50%, πράγμα που θα σήμαινε δραστική μείωση της αξίας των καταθέσεων και άλλων αποταμιεύσεων, οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων θα αυξάνονταν και θα ωθούσαν τον πληθωρισμό στο 35% και το ΑΕΠ θα μειωνόταν κατά 8%».
«Συνοπτικά, η τελική συμφωνία με τους θεσμούς, που πλέον διαφαίνεται στον ορίζοντα, είναι σημαντική για να αποφύγουμε τα χειρότερα βραχυχρόνια και να μην εισέλθουμε σε ένα αβέβαιο τοπίο μακροχρόνια. Ο συμβιβασμός, μπορεί να καταστεί οικονομικά βιώσιμος, δεδομένου κιόλας ότι περιέχει μια σημαντική αναπτυξιακή πτυχή, ορισμένες κρίσιμες μεταρρυθμίσεις και χρηματοδοτήσεις, και μπορεί να μειώσει γρήγορα την αβεβαιότητα. Η συμφωνία θα ανοίξει τον δρόμο για ομαλή εφαρμογή του ΕΣΠΑ και εν μέρει πρόσθετες χρηματοδοτήσεις μέσω του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ και εφόσον η Ελλάδα αρχίσει να βγαίνει στις αγορές», εκτιμά το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Ταυτόχρονα, χαρακτηρίζει μετέωρο το επιχείρημα ότι «μετά την έξοδο από την Ευρωζώνη και ένα αρχικό σοκ η οικονομία θα ανέκαμπτε γρήγορα κυρίως γιατί η υποτίμηση θα βελτίωνε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας», καθώς όπως σημειώνει:
«Παραγνωρίζει ότι με την έξοδο από την Ευρωζώνη θα έκλεινε η στρόφιγγα των εξωτερικών πόρων, η επιστροφή στη δραχμή θα οδηγούσε κατά πάσα πιθανότητα στον φαύλο κύκλο υποτιμήσεων και πληθωρισμού και εν τέλει σε μια ακόμα σκληρότερη λιτότητα, δεν εξαλείφει τις διαρθρωτικές υστερήσεις της χώρας και σε τέτοιες διεργασίες πληρώνουν τον λογαριασμό οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες».
Όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε τις χαοτικές καταστάσεις που θα προκαλούσε μεταβατικά η παντελής έλλειψη προετοιμασίας για την έξοδο από την Ευρωζώνη, για την οποία φαίνεται ότι έγιναν απλώς ασκήσεις επί χάρτου», τονίζει χαρακτηριστικά.
Αιχμές όμως αφήνει και για τις δηλώσεις περί «Συνθήκης των Βερσαλλιών» και «πραξικόπημα», αναφέροντας χαρακτηριστικά:
«Είναι γενικά παραπλανητικό, μολονότι δεν παραβλέπουμε κάποιες αναλογίες, να συγκρίνεται η Δήλωση της Συνόδου Κορυφής με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών η οποία τότε επέβαλε στη Γερμανία τεράστιες αποζημιώσεις για τις καταστροφές που προκάλεσε στους γείτονες, ενώ η Σύνοδος Κορυφής προβλέπει αντίθετα την αποκατάσταση της ομαλής ροής δανείων και δωρεάν βοήθειας στην Ελλάδα.
Ο χαρακτηρισμός της Δήλωσης της Συνόδου Κορυφής ως "πραξικόπημα", είναι παραπλανητικός και δεν διευκολύνει τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης, καθώς εμποδίζει την ορθολογική συζήτηση για συγκεκριμένα μέτρα και μεταρρυθμίσεις, όπως είναι ο νέος κώδικας πολιτικής δικονομίας και η ένταξη της χώρας στο ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο για την εξυγίανση των τραπεζών.
Η Δήλωση εκείνη έχει υπογραφεί από την ελληνική κυβέρνηση μετά από προηγούμενη εξουσιοδότηση της Βουλής για διαπραγμάτευση με μεγάλη πλειοψηφία, και κυρώθηκε από τη Βουλή με νόμο. Η Βουλή ψήφισε επίσης τους νόμους με τα προαπαιτούμενα και θα ψηφίσει την τελική συμφωνία (δανειακή σύμβαση και μνημόνιο) με τον ΕΜΣ. Εκτός τούτου, υπήρχε εναλλακτική επιλογή η οποία θα οδηγούσε σε παράταση του αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις, με πιθανές εκβάσεις την άτακτη χρεοκοπία και την έξοδο από την Ευρωζώνη, την οποία κυβέρνηση και πλειοψηφία στη Βουλή και -όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις- η κοινή γνώμη απέρριπταν [...]
Σε βραχυχρόνια οπτική αναμένουμε, υιοθετώντας τη συμβατική οικονομική προσέγγιση, ότι, με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και στο βαθμό που θα επιτευχθεί γοργά και την επιταχυμένη εισροή πόρων της Ένωσης, θα συγκρατηθεί η πτώση του ΑΕΠ εφέτος και πολύ περισσότερο το 2016 γιατί, απλά, και η καταναλωτική ζήτηση θα σταθεροποιηθεί και μέρος τουλάχιστον των αποταμιεύσεων θα επιστρέψει στις τράπεζες.
Βέβαια η αισιόδοξη αυτή προοπτική δεν θα επιβεβαιώνεται όσο διαρκούν οι διαπραγματεύσεις με το ΔΝΤ, και η συνακόλουθη ελληνική και διεθνής πολιτική αναταραχή που συνοδεύει αυτήν την διαπραγμάτευση. Η επενδυτική δραστηριότητα, διστακτικά έστω, θα αναθερμανθεί όχι μόνο λόγω ζήτησης, αλλά και λόγω των ιδιωτικοποιήσεων, κατά το βαθμό που θα συνοδεύονται από επενδύσεις και άλλων μεταρρυθμίσεων που θα μειώσουν τη σημερινή αβεβαιότητα. Οι κίνδυνοι δεν είναι εγγενώς οικονομικοί, αλλά πολιτικοί. Το κύριο πρόβλημα επικεντρώνεται στο γεγονός ότι η Ευρώπη δρώντας ως παίκτης που αποστρέφεται ισχυρά τον "ηθικό κίνδυνο", ενισχύει τον "πολιτικό κίνδυνο”. Το ερώτημα είναι, με άλλα λόγια, αν θα αντέξει η πολιτική».
Για την οικονομική κατάσταση του πρώτου εξαμήνου 2015 σημειώνεται μεταξύ άλλων ότι:
«Η κατάσταση της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2015 χειροτέρευσε καθώς η χώρα επανήλθε σε υφεσιακή τροχιά. Η πτώση του ΑΕΠ επιταχύνθηκε στα τέλη Ιουνίου. Το αποτέλεσμα είναι ότι προβλέπεται ύφεση από -2% έως -4% για ολόκληρο το 2015 και από -0,5 έως -1,75% το 2016.
Σημειώνεται εδώ, ότι λίγους μήνες νωρίτερα, τον Απρίλιο 2015, οι προβλέψεις για αύξηση του ΑΕΠ κατά μόλις 0,5% το 2015 ήταν “καλύτερες”. Η γρήγορη χειροτέρευση των τελευταίων μηνών πρέπει να αποδοθεί στις επιλογές πολιτικής. Επίσης, ότι το 2014 είχε επιτευχθεί ένας μικρός μεν ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ, ο οποίος όμως υποδήλωνε ότι η οικονομία ανέκαμπτε και οι προβλέψεις για το 2015 ήταν αισιόδοξες καθώς υπέδειχναν ότι θα επιτυγχανόταν ισχυρότερος ρυθμός μεγέθυνσης (+2,5%).
Σε απόλυτους αριθμούς οι απώλειες του ΑΕΠ θα ανέλθουν το 2015 από 4 δισ. ευρώ έως 10 δισ. ευρώ, ανάλογα με το ποσοστό ύφεσης (-2 έως -4%). Μεγάλες ήταν μάλιστα οι απώλειες μετά τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων. Η αναγγελία του δημοψηφίσματος, το κλείσιμο των τραπεζών και οι κεφαλαιακοί έλεγχοι είχαν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Δυσκόλεψαν την απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων του ΕΣΠΑ και επομένως τη λειτουργία επιχειρήσεων που επιδοτούν δράσεις τους μέσω κοινοτικών προγραμμάτων», τονίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής ενώ πιο κάτω εκτιμά ότι:
«Η ζημιά στην ελληνική οικονομία θα συνεχισθεί τους επόμενους μήνες. Η συμφωνία της 12.7.2015, δεν πρόκειται να αποκαταστήσει αμέσως την εμπιστοσύνη στην ελληνική πολιτική και στις τράπεζες. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας για τη νομισματική πολιτική, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται σε 100 δισ. ευρώ. […] Ούτε θα καταργηθούν σύντομα οι κεφαλαιακοί έλεγχοι που δυσκολεύουν τις οικονομικές δραστηριότητες και την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην ομαλότητα».
Στο σημείο αυτό αναφέρεται ότι:
«Δεν έχει γίνει σαφές ότι το τίμημα των καθυστερήσεων από το φθινόπωρο 2014 μέχρι τις 12 Ιουλίου 2015 δεν περιορίζεται μόνο στις απώλειες ΑΕΠ και σε στάσιμη απασχόληση, αλλά περιλαμβάνει και τη χειροτέρευση των προοπτικών της χώρας τα επόμενα 3-5 χρόνια. Οι καθυστερήσεις τροφοδότησαν την αντίληψη στο εσωτερικό και εξωτερικό ότι η Ελλάδα είναι ένα αποτυχημένο κράτος, που δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει διαρθρωτικές αλλαγές και θεσμικές βελτιώσεις που αποκαθιστούν την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και οδηγούν την οικονομία σε διατηρήσιμη ανάκαμψη. Σημειώστε ότι οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν σε βάθος χρόνου».
Για τη δημοσιονομική κατάσταση το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής σημειώνει ότι «παρά τα διάφορα μέτρα επηρεάσθηκε αρνητικά από τη γενικότερη επιδείνωση της ύφεσης».
Ειδικότερα, όπως αναφέρει:
- Το πρωτογενές πλεόνασμα εξαλείφθηκε. Μάλιστα αναμένεται να έχουμε πρωτογενές έλλειμμα, πράγμα βέβαια που επηρεάζει άμεσα τις δανειακές ανάγκες, το χρέος και τη βιωσιμότητά του.
Κατά την Επιτροπή, το 2015 μπορεί να καταγραφεί τελικά ένα πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 1% ΑΕΠ.
Για τα δημόσια φορολογικά έσοδα, στην έκθεση αναφέρεται ότι «βρίσκονται σε «ελεύθερη πτώση». «Με δεδομένη την υστέρηση του πρώτου εξαμήνου που ξεπερνά τα 2,36 δισ. ευρώ, είναι ορατός πλέον ο κίνδυνος διεύρυνσης της “μαύρης τρύπας” που θα επιτείνει τα προβλήματα. Τα στοιχεία από το σκέλος των φορολογικών εσόδων για το πρώτο εξάμηνο του έτους είναι κάτι περισσότερο από δραματικά, αφού κινούνται σημαντικά κάτω των στόχων του Προϋπολογισμού 2015, με δεδομένο ότι οι εκτιμήσεις για εισπράξεις 19,74 δισ. ευρώ όχι μόνο δεν επιβεβαιώνονται, αλλά, με βάση τα οριστικά στοιχεία της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, τα φορολογικά έσοδα ανήλθαν στα 17,4 δισ. ευρώ, πολύ χαμηλότερα από τα 19 δισ. ευρώ της ίδιας περιόδου του 2014», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Ως προς το ρυθμό εκτέλεσης του ΕΣΠΑ, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας που επικαλείται, «οι συνολικές μεταβιβάσεις πόρων από την ΕΕ στο 1ο τρίμηνο 2015 μειώθηκαν, σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους του 2014 και 2013».
«Θετικά, πάντως, κρίνεται η εξαγγελία, τον Ιούνιο, της σύστασης Κοινής Ομάδας Εργασίας με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των Ελληνικών Αρχών για την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων για πραγματοποίηση επενδύσεων», σημειώνεται .
«Πράγματι, για την περίοδο 2014-2020 έχουν προβλεφθεί προγράμματα για την Ελλάδα ύψους 35 δισ. ευρώ. Όμως η εισροή των σχετικών πόρων όπως και η ολοκλήρωση του προηγούμενου ΕΣΠΑ τελούν υπό την αίρεση της συμφωνίας για ένα ευρύτερο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής με τους θεσμούς, λόγω των ισχυόντων κανόνων στην ΕΕ. Υπάρχει ο κίνδυνος η αναπτυξιακή ώθηση που αναμένουμε από το ΕΣΠΑ 2014-2020 να είναι μικρή και να μην μπορεί να αντισταθμίσει την υφεσιακή επίπτωση των φορολογικών μέτρων», τονίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Για το «χρηματοδοτικό κενό», στην έκθεση αναφέρεται ότι σχεδόν διπλασιάσθηκε.
«Κατά το ΔΝΤ το κενό αυτό ανέρχεται την επόμενη τριετία σε 85 δισ. ευρώ. Το ποσό αυξήθηκε κατά 25 δισ. ευρώ σε σχέση με πρόβλεψη του ίδιου του ΔΝΤ μερικές εβδομάδες νωρίτερα κυρίως λόγω της κατάστασης των τραπεζών, ζήτημα το οποίο πρέπει να επιλυθεί αν θέλουμε να επανέλθει οι οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης και να σταθεροποιηθεί το τραπεζικό σύστημα.
Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέρχεται σε 74 δισ. ευρώ έως το 2018. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένει μεγαλύτερο χρηματοδοτικό κενό (σε σχέση με τις αρχικές της προβλέψεις) διότι εκτιμά ότι στο τέλος του έτους ο προϋπολογισμός θα εμφανίσει πρωτογενές έλλειμμα, δηλαδή τα έσοδα του κράτους το 2015 θα υπολείπονται των προβλεπόμενων δαπανών για μισθούς, συντάξεις και προμήθειες. Για το λόγο αυτό επιβλήθηκαν πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα ώστε να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό», επισημαίνεται μεταξύ άλλων.
Για το χρέος, υπογραμμίζεται ότι «η διευθέτησή του σε βάθος χρόνου είναι αναγκαία μολονότι το 2012 μετατέθηκε η έναρξη αποπληρωμής των δανείων προς τους εταίρους στην περίοδο μετά το 2022, ενώ τα επιτόκια είναι εξαιρετικά χαμηλά, κάτω από το 3%».
«Το θεμελιώδες ερώτημα παραμένει αν είναι «διατηρήσιμο» ή όχι, λέει η έκθεση προσθέτοντας πως «η κυβέρνηση ορθώς επιδίωξε λύση στο ζήτημα του χρέους».
Τέλος, για τις μεταρρυθμίσεις, σημειώνεται ότι θα είναι η λυδία λίθος για οποιαδήποτε τελική συμφωνία και μια ακόμα δοκιμασία για το αν η χώρα είναι σε θέση να εκσυγχρονίσει θεσμούς και δομές.
Δείτε επίσης....
ΠΗΓΗ : newsbeast.gr