Μέλος του Μητρώου Επιχειρήσεων Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης

oikonomou vouli111

Είναι προνόμιο αλλά και τιμή για ένα βουλευτή και ιδιαίτερα για έναν νέο βουλευτή να συμμετέχει σε μια κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία, όπως είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος.

Είναι προνόμιο γιατί κάθε θετική και κατά το δυνατόν ευρύτερα αποδεκτή παρέμβαση στο Σύνταγμα ανατροφοδοτεί τη δημοκρατική και κοινοβουλευτική μας παράδοση και ενισχύει το αίσθημα εμπιστοσύνης στο κράτος και το πολίτευμα.

Επέλεξα να τοποθετηθώ στην σχετική με το άρθρο 3 συζήτηση, γιατί είναι ένα από αυτά, που προκύπτουν ξεκάθαρα οι ιδεολογικές διαφορές της Ελληνικής φιλελεύθερης κεντροδεξιάς με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και ότι φωτίζει τις διαφορές αυτές μέσα από την πολιτική αντιπαράθεση είναι αναζωογονητικό για τον κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία. 

Συνηθίζεται, όταν αναφερόμαστε στις σχέσεις Κράτους- Εκκλησίας, οι οπαδοί του «διαχωρισμού», του «ουδετερόθρησκου» κράτους να τονίζουν πως ομιλούν με όρους προόδου και εξέλιξης.  Κατηγορώντας  όσους έχουν διαφορετική θέση ότι παραμένουν προσκολλημένοι στο παρελθόν και  αδυνατούν να αντικρύσουν με αυτοπεποίθηση τη νέα εποχή.

Θα  επιχειρήσω να υπερασπιστώ τη διατήρηση της παρούσας σχέσης, Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας, με όρους μέλλοντος, με αποδοχή της πραγματικότητας που αναδύεται, αλλά και ως εχέγγυο ενός ανεκτικού, φιλελεύθερου και κοσμικού κράτους.

Άλλωστε το παρελθόν της υπό συζήτηση σχέσης δεν νομίζω πως χρειάζεται κάποιον ιδιαίτερα ικανό συνήγορο.

Αφού Ελληνισμός και Χριστιανισμός διαπλέκονται σφιχτά, αλληλοεπηρεάζονται καθοριστικά και συνυπάρχουν, έπειτα από μια περιπετειώδη πορεία δύο χιλιετιών, στη διάρκεια των οποίων δεν έλειψε και η σφοδρή μεταξύ τους αντιπαλότητα. Κοιτάζοντας τη μεγάλη εικόνα όμως κάθε καλοπροαίρετος δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει τη τεράστια και θετική συνεισφορά της εκκλησίας σε όλα τα πεδία. Κυρίως σε εποχές δύσκολες, αιώνες σκοτεινούς, αλλά και τώρα, ειδικά στο πνευματικό και κοινωνικό πεδίο.

Για αυτό κύριες και κύριοι συνάδελφοι

Όποιος τελειώνει το σχολείο στην Ελλάδα, οφείλει να γνωρίζει οπωσδήποτε κάποια πράγματα για τον ορθόδοξο χριστιανισμό. Αλλιώς, αδυνατεί να καταλάβει τη χώρα στην οποία ζει και την υποχρεωτική εκπαίδευση της οποίας έχει ολοκληρώσει. Έλλειψη τέτοιων γνώσεων για κάποιον που ζει στην Ελλάδα σημαίνει ελλιπή εγγραμματοσύνη, σαν να μη γνωρίζει πού βρίσκεται η Λαμία, πώς λύνονται οι πρωτοβάθμιες εξισώσεις, ή τί έγινε στους περσικούς πολέμους.  Αυτές τις γνώσεις ο απόφοιτος υποχρεωτικής εκπαίδευσης, πρέπει να τις έχει ανεξάρτητα από την θρησκευτική του πίστη ή την έλλειψη αυτής.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως σε όρους μέλλοντος και σε όρους διαφύλαξης του κοσμικού και ανεκτικού απέναντι στην κάθε  πίστη ή την αθεΐα των πολιτών του, χαρακτήρα του κράτους μας.

Θα επικεντρωθώ σε 2 σημεία.

Το πρώτο  σημείο αφορά στην αρχιτεκτονική του σύγχρονου κόσμου. Σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο, τα δίκτυα, αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα  για την επιτυχία και την ευημερία , και  προκειμένου για σχετικά μικρές πληθυσμιακά   οντότητες, όρο εκ των ων ουκ άνευ για την επιβίωση και την διατήρηση της ιδιαίτερης ταυτότητας τους.

Δύο από τα δίκτυα που διαθέτει ο Ελληνισμός είναι η Διασπορά και η Ορθόδοξη Εκκλησία. Δίκτυα που συνδέονται απόλυτα, αφού Διασπορά χωρίς Ορθοδοξία δεν υφίσταται σε βάθος χρόνου.

Τι άραγε είναι εκείνο  ενοποιεί σε ένα ενιαίο σύνολο τον 3ης γενιάς Έλληνα που δεν ομιλεί σχεδόν καθόλου Ελληνικά και ζει σε μια πόλη της Βόρειας Αμερικής,  με τον Μικρασιατικής καταγωγής κάτοικο της Νότιας Αφρικής. Τον  

Ελληνοπόντιο,  τον Έλληνα του Λιβάνου, τους Έλληνες της Κύπρου, της Αυστραλίας αλλά και όσους μετανάστευσαν αυτά τα χρόνια της κρίσης;  Τι είναι αυτό που τους κάνει να νιώθουν πως ανήκουν σε ένα ενιαίο σύνολο;

Είναι η Ορθόδοξη εκκλησία με τον λειτουργικό, λατρευτικό και πολιτισμικό της υπόδειγμα , το οποίο σε πείσμα των καιρών εξακολουθεί να ακτινοβολεί.

Είναι η κολοσσιαίας σημασίας διατήρηση της Ευαγγελικής Ελληνικής γλώσσας.

Είναι η ισχυρή, η κυρίαρχη επιρροή που ασκεί στην Ορθοδοξία ο Ελληνισμός δια του Οικουμενικού Πατριαρχείου  αλλά και δια των υπολοίπων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων.

Θα είναι αχαρακτήριστο, αν  τη δύναμη και τη δυναμική αυτών των δικτύων την εμποδίζαμε υψώνοντας διαχωριστικά τοίχοι. Η χώρα θα είναι αυτή που θα ζημιωθεί, το έθνος θα το πληρώσει, όχι η Ορθοδοξία.

Το δεύτερο σημείο αφορά τη σύγχυση που υπάρχει στο δημόσιο διάλογο, μεταξύ «χωρισμού Εκκλησίας - Κράτους» και «χωρισμού Εκκλησίας - κοινωνίας».

Πολλοί νομίζουν ότι ο θεσμικός χωρισμός θα οδηγήσει σε περιθωριοποίηση και ιδιώτευση της Εκκλησίας, ώστε λ.χ. «να μην πολιτικολογεί ο παπάς από άμβωνος». Πρόκειται για λογικό σφάλμα, που θα επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα: πρωτόγνωρη για την Εκκλησία ελευθερία κινήσεων στον δημόσιο χώρο και κατάργηση κρατικού ελέγχου, λογοδοσίας και  διαφάνειας. Αν το αναθεωρητικό ζητούμενο της Αριστεράς είναι η πολιτική αποδυνάμωση της Εκκλησίας, επ’ ουδενί δεν διασφαλίζεται με ένα θεσμικό διαζύγιο από το κράτος.

Δείτε,  πολλές περιπτώσεις «σχέσεων Εκκλησίας - Κράτους» είναι εθιμικές: από τις εικόνες σε δημόσια κτίρια μέχρι την παρουσία ιερωμένων σε εθνικές εορτές. 

Από την άλλη, η θεσμοθετημένη εμπλοκή του κράτους στα εσωτερικά της Εκκλησίας είναι περισσότερο ουσιαστική: η εκλογή Αρχιεπισκόπου Αθηνών είναι έγκυρη εφόσον έχει προσκληθεί ο υπουργός Παιδείας από τη Σύνοδο. Η Εκκλησία δεν έχει δικαίωμα ίδρυσης δικών της νεκροταφείων μόνο οι δήμοι έχουν τέτοια  αρμοδιότητα. Ο υπουργός Παιδείας αναμειγνύεται στη διαδικασία διαπίστωσης της ανικανότητας μητροπολίτη και απαλλαγής από τα καθήκοντά του. Οι νέοι μητροπολίτες δίνουν «διαβεβαίωση» στον ΠτΔ ότι θα τηρούν τους ιερούς κανόνες! 

Η εκκλησία στην Ελλάδα δεν είναι ένας απλός σύλλογος ομοϊδεατών, ούτε μια απλή πολιτιστική οργάνωση. Η αυτονόμησή της στο πλαίσιο του λεγόμενου «χωρισμού εκκλησίας και κράτους» θα την καθιστούσε μια  πολιτική δύναμη, με

δικό της δίκαιο και δικό της εκτελεστικό μηχανισμό.  Ήδη η πολιτεία, αρνούμενη να ασκήσει σοβαρά τον εποπτικό της ρόλο, «επιτρέπει» στην εκκλησία να αναμιγνύεται στον κοσμικό πολιτικό διάλογο και να προσπαθεί να ασκήσει  επιρροή. Ας αναλογιστούμε τι θα γίνει εάν η πολιτεία δεν έχει πλέον καμία εποπτική εξουσία επάνω στην εκκλησία.

Ας μην ακούσουμε λοιπόν τις σειρήνες του δήθεν μοντερνισμού, που στην πραγματικότητα είναι προπομποί ενός σκοταδισμού.

Το ότι ο χωρισμός λειτουργεί σε μερικά κράτη οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι εκεί υπάρχουν πολλές εκκλησίες με ίση σχεδόν εκπροσώπηση στον πληθυσμό και ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν είναι εκκλησιαστικά δεσμευμένο — κάτι που δεν ισχύει για την Ελλάδα.

Εκκλησία και κράτος στη χώρα μας  πρέπει να συνεχίσουν να έχουν μια άρρηκτα συνδεδεμένη σχέση. Άλλωστε το άρθρο 13 διασφαλίζει την ελευθερία κάθε θρησκευτικής συνείδησης

Οτιδήποτε άλλο εκτός από θεσμικά αδόκιμο είναι και ξένο , με την συλλογική μας αυτοκατανόηση. Αφού η ορθοδοξία για τους Έλληνες δεν είναι μια απλή κατασκευή αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής μας ταυτότητας έτσι όπως αυτή προκύπτει από την ιστορία μας και εδράζεται στην παράδοση μας, λαϊκή και λόγια.