Μέλος του Μητρώου Επιχειρήσεων Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης

 

Η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, ιδιαίτερα σε τραπεζοκεντρικές χώρες όπως είναι η Ελλάδα, αποτελεί προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αποτελεσματική κατανομή των οικονομικών πόρων.

Τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας, τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της παγκόσμιας κρίσης, της εγχώριας δημοσιονομικής ανισορροπίας αλλά και δικών τους σφαλμάτων, βρέθηκαν αντιμέτωπα με μεγάλες και διευρυνόμενες προκλήσεις.

Προκλήσεις που απέρρεαν:

  • Από την επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης της Ελληνικής οικονομίας.
  • Από τη συρρίκνωση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης, με τον περιορισμό τόσο της ζήτησης όσο και της προσφοράς τραπεζικών πιστώσεων.
  • Από τη χειροτέρευση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων.
  • Από την έντονη και συνεχή εκροή καταθέσεων από το παθητικό τους.
  • Από την αναγκαιότητα οι τράπεζες να προσφέρουν, συστηματικά, «ενέσεις» ρευστότητας στο Ελληνικό Δημόσιο, καλύπτοντας εκδόσεις βραχυπρόθεσμου χρέους.
  • Από τις επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους, που άσκησε πιέσεις στα μεγέθη των πιστωτικών ιδρυμάτων.
  • Από τις συνεχείς υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των τραπεζών, αποτέλεσμα των αντίστοιχων υποβαθμίσεων της χώρας.
  • Από τον αποκλεισμό των πιστωτικών ιδρυμάτων από τις διεθνείς αγορές άντλησης κεφαλαίων.

 

Προκλήσεις που ήρθαν να προστεθούν σε σοβαρές αδυναμίες της κατεστημένης εγχώριας και διεθνούς αρχιτεκτονικής του χρηματοοικονομικού συστήματος, όπως είναι η υπερβολική μόχλευση, η ασύδοτη πιστωτική επέκταση, οι αδύναμοι μηχανισμοί εταιρικής διακυβέρνησης, τα υπεραισιόδοξα μοντέλα αποτίμησης κινδύνων, η ανεπαρκής διαφάνεια καινοτόμων προϊόντων, οι αναξιόπιστες εκτιμήσεις των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, η προ-κυκλικότητα των λογιστικών συστημάτων και των μεθόδων υπολογισμού κεφαλαιακής επάρκειας.

 

Όλες αυτές οι προκλήσεις είχαν ορατές και δυσμενείς επιπτώσεις στη ρευστότητα, στην αποδοτικότητα, στην αποτελεσματικότητα και στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου των Ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων.

Επιπτώσεις που κατέστησαν αναγκαία τη διαμόρφωση πλαισίου στήριξής τους με σκοπό την ενίσχυση της σταθερότητας και εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα.

Πλαίσιο, τόσο για τη θεσμική θωράκιση όσο και για την ενίσχυση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος, που ξεκίνησε να δημιουργείται έγκαιρα, το 2008, με μεθοδικό, διορατικό και συστηματικό τρόπο, όταν ακόμη η Ευρώπη ήταν «ανοχύρωτη», χωρίς μηχανισμούς αντίδρασης και αντιμετώπισης της κρίσης.

Ενδεικτικά:

  • Θεσπίστηκε, το 2008, ένα «πακέτο» κεφαλαιακής ενίσχυσης και χορήγησης εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου προς τα πιστωτικά ιδρύματα, ύψους, αρχικά, 28 δισ. ευρώ. Αυτό το «πακέτο» αποτελεί, ακόμη και σήμερα, σημαντικό εργαλείο στήριξης του τραπεζικού συστήματος. Ενώ «έχει «προσφέρει» στον Κρατικό Προϋπολογισμό, μέσω μερισμάτων και προμηθειών, έσοδα περίπου 4 δισ. ευρώ.
  • Ενισχύθηκε, το 2008, το καθεστώς εγγύησης καταθέσεων, με το ανώτατο όριο να αυξάνεται στις 100.000 ευρώ, από τις 20.000.
  • Καλύφθηκαν οι βραχυχρόνιες ανάγκες ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω της παροχής έκτακτης ενίσχυσης του τραπεζικού συστήματος.
  • Ενδυναμώθηκε το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων, συστάθηκε το Συμβούλιο Συστημικής Ευστάθειας και ιδρύθηκε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
  • Διαμορφώθηκε θεσμικό πλαίσιο για την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων.
  • Εξασφαλίστηκαν επαρκείς πόροι για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος.

 

Το αποτέλεσμα τόσο αυτών των πρωτοβουλιών όσο και της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας ήταν, το 2014, το τραπεζικό σύστημα να σταθεροποιηθεί.

Οι τράπεζες:

  • επανέκτησαν μέρος των καταθέσεων,
  • πραγματοποίησαν επιτυχείς αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και εξέδωσαν ομολογιακούς τίτλους,
  • μηδένισαν την εξάρτησή τους από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας,
  • ενώ μειώθηκε και η ροή των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων.

 

Δυστυχώς, η κατάσταση αυτή άλλαξε ριζικά το 2015.

Κατά την εκτίμησή μου, η Κυβέρνηση, εξαιτίας ανερμάτιστων χειρισμών στο πεδίο της οικονομίας, «έφερε» το τραπεζικό σύστημα αντιμέτωπο με νέους κινδύνους.

Κίνδυνοι που διογκώθηκαν μετά την τραπεζική αργία και τους κεφαλαιακούς περιορισμούς.

Και αυτό γιατί, μεταξύ άλλων:  

  • Οι καταθέσεις παρουσίασαν τη μεγαλύτερη εκροή από την αρχή της κρίσης.
  • Η ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών επιδεινώθηκε.
  • Η αξία των τραπεζικών μετοχών «κατέρρευσε».
  • Η χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος στηρίχθηκε, σχεδόν αποκλειστικά, στον μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας.
  • Η οργανική κερδοφορία των τραπεζών παρέμεινε χαμηλή λόγω, κυρίως, του αυξημένου κόστους άντλησης κεφαλαίων.
  • Τα υπόλοιπα κεφάλαια του ΤΧΣ επεστράφησαν στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.  

 

Σε αυτές τις νέες, εγχώριες, προκλήσεις, που επιδιώχθηκε να «απαντηθούν» μέσα από τη νέα ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος και τα καινούργια σχέδια αναδιάρθρωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων που οδηγούν σε απώλεια της εξωστρέφειας, σε συρρίκνωση δικτύου και σε απολύσεις, έρχονται να προστεθούν προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα, στο σύνολό του, το Ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα.

Όπως είναι:

  • Οι ανησυχίες για επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία.
  • Σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα, όπως είναι η ανεπαρκής δαπάνη για επενδύσεις, ο χαμηλός ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας και το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος.
  • Η έκθεση σε συγκεκριμένες οικονομίες ή κλάδους, όπως είναι, αντίστοιχα, οι αναδυόμενες οικονομίες ή οι πρώτες ύλες.
  • Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων σε αρκετές χώρες, κυρίως, του Ευρωπαϊκού Νότου.
  • Η αναιμική κερδοφορία αρκετών πιστωτικών ιδρυμάτων που οφείλεται, κυρίως, στο χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων.
  • Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, οι περιφερειακές συγκρούσεις, οι πολιτικές αβεβαιότητες, η ενδεχόμενη έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η διαρκής απειλή της τρομοκρατίας, τα μεγάλα και διογκούμενα προσφυγικά ρεύματα που συρρέουν στην Ευρώπη.

 

Κυρίες και Κύριοι,

Ποιές συνεπώς πρέπει να είναι οι απαντήσεις της Πολιτείας και των πιστωτικών ιδρυμάτων σε αυτές τις εγχώριες και Ευρωπαϊκές προκλήσεις;

 

1η. Η επίτευξη πολιτικής σταθερότητας και η αποκατάσταση κλίματος εμπιστοσύνης.

Σταθερότητα και εμπιστοσύνη που προϋποθέτουν, βέβαια, αξιοπιστία.

 

2η. Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του Προγράμματος.

Αυτή, μαζί με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, εκτιμάται ότι μπορούν να συμβάλλουν στη σταδιακή επάνοδο κάποιων καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα, να οδηγήσουν στην επανένταξη των Ελληνικών τίτλων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστημα εξασφαλίσεις και να καταστήσουν δυνατή τη συμμετοχή των Ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ.

 

3η. Η επίτευξη – και πάλι – δημοσιονομικής ισορροπίας, η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, η υλοποίηση ιδιωτικοποιήσεων και η αξιοποίηση της ακίνητης κρατικής περιουσίας, η ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους.

Αυτά θα απελευθερώσουν πόρους και θα βελτιώσουν το κλίμα, με πολλαπλές θετικές επιδράσεις: νέες επενδύσεις, προσέλκυση ξένων επενδύσεων, επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα.

 

4η. Η αντιμετώπιση του υψηλού συσσωρευμένου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Αυτή, μαζί με την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης, εκτιμάται ότι θα συμβάλλει στην άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, θα βελτιώσει τη ρευστότητα και θα εξομαλύνει τις συνθήκες δανεισμού.

Η επίλυση του προβλήματος σχετίζεται άμεσα με την ικανότητα των ίδιων των τραπεζών να διαχειρισθούν αποτελεσματικά τα δάνεια σε καθυστέρηση.

Η επίλυση του προβλήματος σχετίζεται όμως και με τη βελτίωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.

Φυσικά, η επιτάχυνση των διαδικασιών πτώχευσης, η αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου αφερεγγυότητας και η δυνατότητα εξωδικαστικού συμβιβασμού αναμένεται να έχουν θετικές επιδράσεις στη διαχείριση και το ποσοστό ανάκτησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

 

5η. Η προώθηση της Τραπεζικής Ένωσης, η οποία αναμένεται να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών στο Ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση εποπτείας και εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Είναι σημαντικό το εγχείρημα να ολοκληρωθεί σύντομα, με την θέσπιση κοινοτικού φορέα για την εγγύηση των καταθέσεων.

 

Αυτές, κατά την άποψή μου, είναι οι άμεσες προτεραιότητες ώστε το τραπεζικό σύστημα να επιτελέσει, και πάλι, τον κύριο διαμεσολαβητικό του ρόλο, ενισχύοντας την προσπάθεια βιώσιμης ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας.