Μέλος του Μητρώου Επιχειρήσεων Ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης

Υψηλές προσδοκίες, οι οποίες όμως ακροβατούν μεταξύ εύθραυστων γεωπολιτικών ισορροπιών, δημιούργησε η επίσκεψη της αντιπροσωπείας της ελληνικής κυβέρνησης στη Μόσχα και δη η συνάντηση του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, με τον πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Βλαντιμίρ Πούτιν.


Το ταξίδι, τη δεδομένη χρονική στιγμή και με τις διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες να βρίσκονται σε εξέλιξη, σηματοδότησε την ουσιαστική έναρξη της «πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής» που θέλει να εφαρμόσει η κυβέρνηση, ώστε να αξιοποιήσει τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας και να αναβαθμίσει το διεθνή της ρόλο.


Η ανάδειξη της χώρας σε ενεργειακό κόμβο με την κατασκευή του ελληνικού αγωγού φυσικού αερίου (ισοσκελίζοντας τα οποία πλεονεκτήματα θα αποκτούσε η Τουρκία), η σχεδιαζόμενη προκαταβολή μελλοντικών κερδών από την εκμετάλλευσή του από τη Ρωσία, καθώς και η αναζήτηση διεξόδου για τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, αποτελούν σημαντικές εν δυνάμει επιτυχίες της ελληνικής κυβέρνησης, ωστόσο, προς το παρόν βαρύνονται από εκατέρωθεν επιφυλακτικότητα.


Η ελληνική κυβέρνηση πήγε στην κρίσιμη συνάντηση έχοντας να αντιμετωπίσει τη δύσκολη συγκυρία λόγω της οικονομικής ασφυξίας (από τη στιγμή που η συμφωνία με τους θεσμούς εκκρεμεί), καθώς και την αμφισβήτηση από τους εταίρους στην ΕΕ αλλά και τις ΗΠΑ για το δικαίωμα της Ελλάδας να αναπτύσσει αυτοτελώς διμερείς σχέσεις.


Το δεύτερο «αγκάθι» έχει να κάνει με το βαρύ κλίμα ανάμεσα στις δύο χώρες που κληρονόμησε η νέα κυβέρνηση, λόγω της ελληνικής υπαναχώρησης στην κατασκευή του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη μετά την εκλογή της κυβέρνησης Παπανδρέου το 2009, αλλά και της συμμετοχής της Ελλάδας στις κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία, στο πλαίσιο της ΕΕ, με απόφαση της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου.
Από την πλευρά της, η ελληνική κυβέρνηση προσβλέπει μεν θετικά στις επικείμενες συμφωνίες, ωστόσο αναμένει να δει τις εξαγγελίες να αποτυπώνονται σε πράξεις από τη Μόσχα.


Ο Βασίλι Κολτασόβ, επικεφαλής του κέντρου οικονομικών ερευνών του IGSO (Ινστιτούτο Παγκοσμιοποίησης και Κοινωνικών Κινημάτων) σε σχόλιό του για την έκβαση της συνάντησης Τσίπρα-Πούτιν στο newsbomb.gr, σημειώνει: «Οι συνομιλίες του Αλέξη Τσίπρα με την ηγεσία της Ρωσίας έδειξαν ότι η Μόσχα δεν στοχεύει να ενσωματώσει την Ελλάδα στην τροχιά των οικονομικών της σχέσεων, καθώς ανησυχεί πως αυτό θα δυσχεράνει τις σχέσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα που απεύχεται και ο Τσίπρας.


Εν τω μεταξύ, η ρωσική αγορά είναι υπερκορεσμένη με προϊόντα που εισέρχονται λαθραία από την ΕΕ (ελιές, λάδι, εν μέρει φρούτα) και αν οι δύο χώρες έφταναν συμφωνία για στενή οικονομική συνεργασία, τότε οι Έλληνες αγρότες θα αποκτούσαν μια τεράστια αγορά για τα προϊόντα τους.
Ωστόσο, οι κυβερνήσεις των δύο χωρών φοβούνται να κακοκαρδίσουν τη Μέρκελ, την Κομισιόν, τις ΗΠΑ και το ΔΝΤ».


Ως προς τη συζήτηση που είχε ανοίξει από δυτικά ΜΜΕ, για την πιθανότητα η ελληνική κυβέρνηση να αιτηθεί δανεισμό από τη Μόσχα, ο Ρώσος αναλυτής σημειώνει πως «δεν υπήρξε συμφωνία για παροχή δανείου γιατί φαίνεται πως η νέα ελληνική κυβέρνηση δεν θεωρείται αξιόπιστος εταίρος αφού υποχωρεί εύκολα στην πίεση της ΕΕ».


Οι αμφισημίες των εξαγγελιών Τσίπρα και Πούτιν, τις οποίες ερμηνεύει με τον παραπάνω τρόπο ο κ. Κολτασόβ, έχουν αντικειμενική βάση.
Για το θέμα, δε, της ρωσικής απαγόρευσης εισαγωγής αγροτικών προϊόντων, είναι γεγονός ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν στην κοινή συνέντευξη Τύπου αρκέστηκε να πει ότι «καταλαβαίνουμε πως η Ελλάδα αναγκάστηκε να υπερψηφίσει τις κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία. Εθίγη και η Ελλάδα, αλλά δεν φταίμε εμείς. Το 90% των εξαγωγών της Ελλάδας στη Ρωσία είναι αγροτικά προϊόντα, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, γιατί δεν μπορούν να υπάρχουν εξαιρέσεις για μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».


Η λύση, πάντως, η οποία προκρίνεται αυτή τη στιγμή, για τη δημιουργία μεικτών ελληνορωσικών επιχειρήσεων με προμήθεια πρώτης ύλης από την Ελλάδα και επεξεργασία και συσκευασία στη Ρωσία, μπορεί να δώσει ανάσα στους Έλληνες αγρότες, ωστόσο κάποιοι επισημαίνουν ότι δεν αφήνει προστιθέμενη αξία στην Ελλάδα.


Για το λόγο αυτό, ενδέχεται να επανέλθει στη συζήτηση η πρόταση για εξαίρεση από τις λίστες των ρωσικών αντίμετρων η εξαγωγή συγκεκριμένων ελληνικών προϊόντων. Όπως επισημαίνεται, υπάρχει δυνατότητα να είναι διευρυμένος ο αριθμός των προϊόντων αυτών, ωστόσο αυτό αποτελεί ζήτημα διαπραγμάτευσης με τη ρωσική πλευρά.


Στο ζήτημα δε του αγωγού, η υλοποίηση του έργου ενδέχεται να συνδεθεί και με την αξιοποίηση του λιμένος Θεσσαλονίκης και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, για τα οποία εκφράζει ενιαίο ενδιαφέρον η Ρωσία. Τις δυσκολίες στην υλοποίηση του αγωγού τόνιζαν, πάντως, κυβερνητικές πηγές, καθώς προσκρούει σε συμφέροντα άλλων μεγάλων δυνάμεων, όπως των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Η Γερμανία, για παράδειγμα, επιδιώκει να διπλασιάσει τα επόμενα χρόνια τον όγκο του ρωσικού φυσικού αερίου, το οποίο μεταδιακομίζεται από τον αγωγό North Stream. Όσο για τον αγωγό TAP, ο οποίος σχεδιάζεται να μεταφέρει αζερικό φυσικό αέριο μέσω Ελλάδας στην Ευρώπη, οι ίδιες πηγές τονίζουν ότι το όφελος είναι σαφώς μικρότερο για τη χώρα, συγκριτικά με τον ελληνικό αγωγό, ο οποίος θα μεταφέρει το ρωσικό φυσικό αέριο από τα ελληνοτουρκικά σύνορα διαμέσου Βαλκανίων στην Ευρώπη. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, κατασκευή από ελληνικές εταιρείες, χιλιάδες θέσεις εργασίας, μείωση περίπου 10% στην τιμή του φυσικού αερίου για την Ελλάδα, καθώς και την οικονομική «ένεση» πάνω από 1 δισ. από την προκαταβολή μελλοντικών κερδών.


Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι ο πρωθυπουργός, στην ομιλία του στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Διεθνών Σχέσεων της Μόσχας (MGIMO), έσπευσε να διευκρινίσει ότι η Ελλάδα «στηρίζει τους αγωγούς μεταφοράς αζερικού αερίου TAP και IGB».


Ανεξάρτητα, πάντως, από την αισιοδοξία -περισσότερο ή λιγότερο συγκρατημένη- για θετική έκβαση των εξαγγελιών στη Μόσχα ή τις όποιες επιφυλάξεις, το κύριο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση εξέφρασε την πολιτική βούληση για επαναθέρμανση των διμερών σχέσεων με τη Ρωσία και τοποθέτησή τους στη σωστή τους βάση, με άξονα τις διαχρονικές σχέσεις των δύο χωρών, που βίαια διέρρηξαν οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις.

 

ΠΗΓΗ : newsbomb.gr